Στην κατηγορία «χαρακτηριστικές ξανθιές» της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, διακριτή θέση κατέχει η Πόπη Λάζου, που μέσω αμιγώς δεύτερων ρόλων έκανε αισθητή την παρουσία της χάρη στο πληθωρικό παρουσιαστικό της. Συνήθως υποδυόταν την εύπορη, άτακτη και δυναμική ζωντοχήρα, επωμισμένη να ενσαρκώνει το θηλυκό πειρασμό στους πρωταγωνιστές των ταινιών που συμμετείχε.
Στην ταινία «Τρίτη και 13» ήταν ο «γλυκός γερμάς» του Νίκου Σταυρίδη, ενώ στο «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα και ο Κοντός» ήταν η ποθητή γειτόνισσα που αναστάτωνε τον Βασίλη Αυλωνίτη. Σε μια σκηνή ο ζαλισμένος από τα κάλλη της Κλέαρχος (Αυλωνίτης) ατένιζε τη θέα από τη μισάνοιχτη ρόμπα της και ήταν κυρίως αυτή (η σκηνή) που λίγο έλειψε να αναστείλει την προβολή της ταινίας, διότι θεωρήθηκε από τις αρχές προσβλητική για το θεσμό της οικογένειας!
Ίσως ακόμα και η ατάκα «είμαι λίγο ζωηρή, αλλά δεν είμαι αυτό που νομίζετε», που έλεγε όλο νάζι στον Αυλωνίτη, να εξελήφθη ως… προκλητική, σε μια εποχή που ακόμα και η εμφάνιση με μαγιό αποτελούσε σκηνοθετικό «τόλμημα».
Η Πόπη Λάζου γεννήθηκε το 1937 στα Καλάβρυτα και ακολούθησε μουσικές σπουδές στο Μακεδονικό Ωδείο της Θεσσαλονίκης, όπου είχε μετακομίσει η οικογένεια. Στην πυξίδα της ήταν όμως η δραματική σχολή και ύστερα από παραίνεση της Μαίρης Αρώνη κατέβηκε στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις και τελικά να μπει στο χώρο του θεάτρου. Ξεκίνησε την καριέρα της στο θέατρο το 1959 με την παράσταση «Οσμπέικ» πλάι στον Μίμη Φωτόπουλο.
Ανήκε για μεγάλο διάστημα στο θίασο «Βασιλειάδου-Αυλωνίτη» και συνεργάστηκε, στο σανίδι ή το πανί, με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής. Συμμετείχε σε 25 παραγωγές του ελληνικού κινηματογράφου, οι τέσσερις εκ των οποίων με την υπογραφή του Φίνου. Κάποιες εξ αυτών ήταν μεγάλες επιτυχίες, όπως οι «Γαμπροί της Ευτυχίας», τα «Κίτρινα Γάντια», «Ζητείται Ψεύτης», η «Η κυρία του κυρίου» και ο «Γεροντοκόρος», όπου υποδύθηκε την ξαδέρφη του Κωνσταντάρα, προσπαθώντας να τον ρίξει στην αγκαλιά της Μάρως Κοντού.
Επιπλέον συνεργάστηκε για αρκετά χρόνια με το Εθνικό θέατρο, ενώ στην τηλεόραση συμμετείχε στο «Θέατρο της Δευτέρας» και συγκεκριμένα στις παραστάσεις «Το σταυροδρόμι» και το «Ταγκό». Το 2006, ο δήμος Αθηναίων την τίμησε με το «Μετάλλιο της Πόλης», για τη συμβολή της στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Από το 1984 δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά στο θεατρικό σανίδι, ενώ δεν ασχολήθηκε ποτέ και με καμία τηλεοπτική παραγωγή. Έβαλε απότομα τέλος στην καριέρα της εξαιτίας της βαριάς ασθένειας του συζύγου της, όπως έχει η ίδια δηλώσει. Δεν εξαφανίστηκε μόνο από τα καλλιτεχνικά δρώμενα, αλλά και από τα φώτα της δημοσιότητας, με συνειδητή επιλογή. Έκτοτε έχει δώσει μόνο μία συνέντευξη, αλλά όπως είπε σε αυτήν, παρά την πάροδο τόσων ετών, υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που την αναγνωρίζουν στο δρόμο και τη χαιρετούν.
Δείτε επίσης: