Η Μήτση Κωνσταντάρα ήταν ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, μία από τις κορυφαίες καρατερίστες του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου. Διέγραψε τη δική της αυτόνομη πορεία στο χώρο του θεάματος, παρότι αδελφή ενός λαμπρού πρωταγωνιστή, του Λάμπρου Κωνσταντάρα.
Η Μίτση Κωνσταντάρα γεννήθηκε το 1919 στην Αθήνα και ήταν το μικρότερο από τα τρία παιδιά του χρυσοχόου Δημήτρη Κωνσταντάρα και της Κατίνας Αγγελοπούλου. Παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, αλλά και του μεγάλου αδελφού της Λάμπρου Κωνσταντάρα, αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική.
Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και πρωτοεμφανίστηκε σ’ αυτό το 1945. Αφού δούλεψε εκεί σχεδόν για μία δεκαετία, έλαβε μέρος σε διάφορους θιάσους, στην Αθήνα και στην επαρχία, όχι μόνο δίπλα στον αδελφό της, αλλά και δίπλα στην Κυρία Κατερίνα, στην Ελένη Χατζηαργύρη κ.ά. Στη συνέχεια εγκατέλειψε τη σκηνή αρκετά χρόνια για προσωπικούς και οικογενειακούς λόγους.
Το 1962 εμφανίστηκε ξανά με το θίασο Μαρίας Αλκαίου και Βασίλη Διαμαντόπουλου, σε σημαντικά έργα όπως «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» του Αλεχάντρο Κασόνα και «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» της Μπέτυ Σμιθ. Από τότε και σχεδόν για μία εικοσαετία έπαιξε ασταμάτητα στον κινηματογράφο, στο θέατρο και αργότερα στην τηλεόραση, όλα σχεδόν τα είδη θεάτρου, από ελαφρά κωμωδία – κυρίως δίπλα στον αδελφό της («Υπάρχει και φιλότιμο», «Κάτι κουρασμένα παλληκάρια», «Μια κυρία ατυχήσασα», «Ο Μπάμπης και ο Μπαμπίνος», «Ήταν ένας πλέιμποϊ», «Αγάπη μου παγόβουνο» κ.ά.), μουσικές παραστάσεις («Τραγούδα θεατρίνε» δίπλα στον Τόλη Βοσκόπουλο, «Συννεφιασμένη Κυριακή», βασισμένη σε τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη) έως Σαίξπηρ («Οθέλλος»), Τσέχοφ («Ο Γλάρος») και Αριστοφάνη («Λυσιστράτη», «Βάτραχοι») στο Εθνικό Θέατρο.
Υπάρχει η εντύπωση ότι την καριέρα της Μίτσης Κωνσταντάρα την «έσπρωχνε» και την επέβαλλε ο διάσημος αδελφός της, στου οποίου και τις ταινίες και τα θεατρικά εμφανιζόταν. Αυτό όμως δεν είναι σωστό γιατί, χωρίς να είναι πρωταγωνίστρια ποτέ, η Μίτση Κωνσταντάρα κατόρθωνε πολύ συχνά να κλέβει την παράσταση με την παρουσία της και σε ταινίες χωρίς τον Λάμπρο, όπως π.χ. στην κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη «Το Ανθρωπάκι» ως μητέρα της Μάρθας Καραγιάννη. Από τις καλύτερες στιγμές της στο σινεμά είναι αυτές στις ταινίες «Θα σε κάνω βασίλισσα» (1964), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι» (1967) και «Κάτι κουρασμένα παλληκάρια» (1967).
Η Μίτση Κωνσταντάρα πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου 1985, έξι μήνες μετά το θάνατο του αδελφού της Λάμπρου Κωνσταντάρα. Όπως λένε αυτοί που ξέρουν, ήταν η μεγάλη αγάπη της για τον αδελφό της που την είχε οδηγήσει να είναι δίπλα του και να του συμπαραστέκεται με την αγάπη και τη στοργή της, ξεχνώντας καμιά φορά και την προσωπική ζωή της.
Δείτε επίσης: